- τετράωτος
- τετρᾰ-ωτος, ον,A with four ears, Zen.1.54; with four handles, ποτήριον Simarist. ap. Ath.11.483a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετράωτος — ον, Α 1. αυτός που έχει τέσσερα αφτιά 2. (για αγγεία) αυτός που έχει τέσσερεις λαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ωτος (< οὖς, ὠτός «αφτί»), πρβλ. πολύ ωτος] … Dictionary of Greek
τετράωτον — τετράωτος with four ears masc/fem acc sg τετράωτος with four ears neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek